Μανόλης Αναγνωστάκης – Δημιουργώντας μια ποίηση πάνω από κάθε καταστροφή

Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».

Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.

Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου ‘κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν

Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα ‘σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις». Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο. Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.

————————————————————–

Καιρός αίθριος. Εμβατήρια. «Η ώρα είναι 7».
Οι φοιτητές στα θρανία τους. Οι εργάτες στα εργοστάσια.
Οι αθλητές στις προπονήσεις τους. Οι νοσοκόμες στο χειρουργείο.
12 – 1 ανάπαυσις. Φαγητό στη λέσχη. Κουβεντούλα.
Ως τις 5 πάλι δουλειά. Μετά η τακτική εβδομαδιαία συνεδρίαση.
Έκθεση πεπραγμένων. Κριτική. Αυτοκριτική.
Ανάλυση. Ναρκανάλυση. Επιβράβευση. Πλάνο.
Στις 8 συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την Ελλάδα.
Για πλήρη αποκατάσταση της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας.
Απόλυση των πολιτικών κρατουμένων. Ελεύθερες εκλογές.
Απαγγελίες. Ποιήματα. Σκετς. Ψηφίσματα.
Υπογραφές – ο αρμόδιος να τις ταχυδρομήσει.
Πιγκ – πογκ στη Λέσχη. Σκάκι. «Εγώ νύσταξα, γειά σας …»
Και μη ξεχάσετε πάλι εδώ στις 10 του μηνός.
Για την εβδομαδιάτικη συγκέντρωση διαμαρτυρίας. Ως τότε γειά σας …
Καληνύχτα Ιβάν, καληνύχτα Ιγκόρ, καληνύχτα Σάσα.
Καλ’νύχτα, καλ’νύχτα, καλ’νύχτα.

————————————————————–

Προσπάθησε μ’ όση καρδιά σ’ απομένει, χάραξε τούτες τις δυο γραμμές σταυρωτά

Ύστερα γέλασε πάλι, δοκίμασε τη νιότη σου ακόμα μιαν Άνοιξη· δεν είναι μάταιο

Μη θυμηθείς κάποια μέρα κάποιον που έφευγε με δυο πληγωμένες παλάμες

Ήμουνα εγώ που σου ’λεγα πάντα: φεύγοντας ήτανε πια πολύ αργά

Κι είχαμε ακόμα πολλή πίκρα πολλή μνήμη πολλή νόη-

ση

Κι η αγάπη είναι πάντα όμορφη ακόμα κι όταν δεν ψιθυ-

ρίζει παρά με δυο αβέβαια ανήσυχα χείλη

Κι όταν δε μένει παρά σα δυο χαρακιές σ’ ένα λευκό πε-

ριθώριο

Προσπάθησε, πάλεψε ακόμα, ένα τόσο μικρό ασήμαντο διάστημα

Σβήσε μια ακατανόητη παρένθεση μην τραυματίζεις την αμέριμνη ζωή σου.

(Ήταν Οχτώβρης όταν σου χάρισα, έτσι σα μιαν αχτίνα γυρισμού, ένα παλιό κλεισμένο τετράδιο

Και τότες που δε θέλαμε πια να πιστέψουμε πως μπο-

ρούσαν ν’ αργούσαν οι ώρες τόσο απελπισμένα όμοιες

Τόσες φορές έξι μέρες

Σ’ ένα μικρό δωμάτιο, σ’ ένα γραφείο, σε μια παιδική κλι-

νική ποτισμένη χλωροφόρμιο

Ανακαλύψαμε ξάφνου μια νύχτα πως λησμονήθηκε μέσα μας τόσον καιρό η νοσταλγία της απουσίας).

Τώρα προσπάθησε· εγώ τέλειωσα· δεν έχω τίποτ’ άλλο να σου πω

Είναι μια λέξη κενή για μια στιγμή πλημμυρισμένη κα-

λοσύνη

Ξέχασε, ξέχασε πάντα —φτάνει μια στάλα καινούριας ζωής—

Ένα παλιό κυριακάτικο δειλινό με δυο σπασμένες καρέ-

κλες στο «Καφενείο των Ναυτικών»

Εκείνον π’ αγάπησες κάποτε κι ίσως νοστάλγησες κάποια στιγμή το γυρισμό του.

————————————————————–

ΑναζΗτηση

Οι πολιτείες ήτανε λευκές, οι νύχτες φορτωμένες βαριές αναμνήσεις
Θολά προμηνύματα για κάποια μακρινά κι αναπότρεπτα ταξίδια
Τώρα πια δε φωνάζω τώρα πια δε σκέφτομαι κάτι σταμά-
τησε μέσα μου
Μπορώ να δω τη μορφή μου στον καθρέφτη·μπορώ να δια-
κρίνω μια μάσκα χλωμή κι ολότελα ξένη.
Θά ’ρθω μια μέρα, γυμνός απ’ αγάπη και μίσος
Αλύγιστος κι αδυσώπητος, μ’ οδηγό τη σιωπή μου και συ-
ντροφο.
Φίλε: αν νομίζεις πως δεν ήρθα πάλι αργά, δείξε μου κά-
ποιο δρόμο
Εσύ που ξέρεις τουλάχιστον πως γυρεύω ένα τίποτα για να πιστέψω πολύ και να πεθάνω.
Έλληνες Ποιητές, Μανόλης Αναγνωστάκης Δημιουργώντας μια ποίηση πάνω από κάθε καταστροφή
Copyright Εκδόσεις Νεφέλη και Ανέστης Αναγνωστάκης

Copyright παρούσας έκδοσης, Καθημερινές Εκδόσεις Α.Ε., 2014

Σχολιάστε