Κώστας Καρυωτάκης – Με τ’ όνειρο οι ψυχές και με το πάθος…

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα
την έχουν μέσα τους.

Χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα

κι απ’ τη χαρά ζεστά των φιλημάτων

χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα

χτυπήσατε τις πόρτες των θανάτων·

ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε

και διψασμένα εμείνατε ποτήρια,

ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε

κι εμείνατε κλεισμένα παραθύρια·

ω, που ’χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,

κι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφο,

ω, που ’χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,

και τον καημό δεν είπατε που γράφω·

μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου

τον πόνο κάποιας ώρας, κάποιου τόπου

μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου

τον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου.


————————————————————–

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπους.

Στον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολία.

Βυθίζει κάποια μυγδαλιά το ανθοχαμόγελό της

στου βάλτου το θολό νερό. Και η θύμηση της νιότης

παλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακία…

Εξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέρα,

όπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστρα.

Το κυπαρίσσι, ατελείωτο σα βάσανο, προς τ’ άστρα

σηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέρα.

Και πάνε, πένθιμη πομπή λες, της δεντροστοιχίας

οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.

Οι δύο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισία τους

τα χέρια. Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας.

————————————————————–

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος…

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου,

κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,

κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,

πουλάκι με σπασμένα τα φτερά·

κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι

στον κήπο της καρδιά μου μαραθεί,

το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι

κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί·

κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου

βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ –

καθάρια πώς ταράζεται η ψυχή μου

σα βλέπω το μεγάλον ουρανό,

η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,

και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,

μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,

μου λέει για κάποια που ’ζησα ζωή!

Copyright ποιημάτων: Εκδόσεις Νεφέλη

Σχολιάστε