Μάριο Βάργκας Λιόσα – Η Γιορτή Του Τράγου

Η Γιορτή του Τράγου αποτελεί ένα σχόλιο στη σύγχρονη ιστορία της Δομινικανής Δημοκρατίας και στην ταραγμένη τριαντακονταετία της δικτατορίας Τρουχίλιο. Τη μόνη φορά που κατάφερε ο Άγιος Δομίνικος να κρατήσει, όσο μπόρεσε, την Αμερικανική επιρροή μακριά από τα εδάφη του.

Το βιβλίο ξεκινά μεθυστικά. Τα κεφάλαια εναλλάσσουν τους χαρακτήρες και τις αφηγήσεις τους. Στο προσκήνιο η Ουρανία Καβράλ, κόρη του Γερουσιαστή Αυγουστίν Καβράλ, δεξί χέρι του δικτάτορα Τρουχίλιο. Γυρνάει, ύστερα από τριάντα πέντε χρόνια στην άλλοτε Πόλη Τρουχίλιο, τριάντα πέντε χρόνια χωρίς να θελήσει να επισκεφτεί την πατρίδα της, τον πατέρα της, τριάντα πέντε χρόνια μυστήριο.

Στο επόμενο κεφάλαιο ο Τρουχίλιο εκπαίδευεται νέος, από πεζοναύτες των ΗΠΑ, πριν τα 1930, όταν προσπαθούσαν να αποτελέσουν σταθεροποιητικός παράγοντας διακυβέρνησης. Στο τρίτο κεφάλαιο το έργο βρίσκει το αφηγηματικό του παρόν. Τριάντα ένα χρόνια μετά μια ομάδα πρώην τρουχιλικών και τώρα φανατικών αντιτρουχιλικών την έχουν στημένη στον Ευεργέτη των Δομινικανών.

Τα κεφάλαια περνάνε το ένα το άλλο, η Ουρανία δίνει τη θέση της στο λοχαγό Αμαδίτο, στον Τόνι Ιμπέρτ, στον Σαλβαδόρ, σε όλους τους μετέχοντες στο σχέδιο δολοφονίας του Τρουχίλιο. Αλλά και στην εξέλιξη του Τρουχίλιο σε αυτό που είναι τώρα. Περί τα μέσα του βιβλίου θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης τι πραγματικά έχει να του δώσει ένα βιβλίο 500 σελίδων, χωρίς ενδιαφέρον στη γλώσσα γραφής του, χωρίς ποιητική πρόζα και εικονοποιία, παρά μόνο μια πλοκή που ξετυλίγεται αργά, με πλήθος ονομάτων και προσώπων να περνούν μπροστά μας. Μήπως πρόκειται για ένα ακόμη βιβλίο Λατίνου συγγραφέα, ενός Περουβιανού, που επιθυμεί να φανερώσει το τραύμα μιας τυραννίας σε μια γειτονική χώρα του; Πρόκειται για ένα βιβλίο σαν αυτά του Γκαλεάνο και του Σεπούλβεδα; Που η Σουηδική Ακαδημία τίμησε τα τελευταία χρόνια για την αποτύπωση ενός συλλογικού, ηπειρωτικού, της Λατινικής Αμερικής, τραύματος;

Στα μέσα του βιβλίου γίνεται το αναπάντεχο, καθώς σε κάθε κεφάλαιο γινόμαστε μάρτυρες μιας διαρκούς αμφιβολίας, και ο Τρουχίλιο πεθαίνει. Ο Αρχηγός Τρουχίλιο που άλλαξε το όνομα του Αγίου Δομίνικου σε Πόλη Τρουχίλιο, ο Εθνικός Ευεργέτης, ο Στρατάρχης πέθανε. Τον φάγανε μέσα στη Σεβρολέτ του ένα μάτσο καθεστωτικοί ενώ εκείνος πήγαινε στο Σπίτι δε Καόβα να χαρεί κάποιο ανήλικο κοριτσάκι.

Ωστόσο κάθε κεφάλαιο και κάθε μυθιστορηματικό πρόσωπο γίνεται μέρος μιας μεγάλης τοιχογραφίας. Ο Τρουχίλιο έχει στήσει ένα σωστό γαϊτανάκι ανθρώπων -πολιτικών, μπράβων, γκάνγκστερ, στρατιωτικών- που τον φοβούνται και ζουν μέσα στην ανασφάλεια. Φοβούνται για τη ζωή τους. Ο Τρουχίλιο και το διεφθαρμένο καθεστώς του έχουν ιδιωτικοποιήσει ολόκληρη την περιουσία της χώρας. Όλοι είναι Τρουχιλικοί, ο Τρουχίλιο κατέχει την αγροτική παραγωγή και τις βιομηχανίες. Πηδάει τις γυναίκες και τα κοριτσάκια των φίλων του, τιμωρεί και σκοτώνει αδηφάγα. Ο Τρουχίλιο είναι ο ήρωας που επιβλήθηκε. Ο Τρουχίλιο έδιωξε τους Αμερικάνους και σκότωσε 2.500 Αϊτινούς. Ο Τρουχίλιο που κρύβει πως είναι από μάνα νέγρα που χόρευε μερένγκε.

Κάθε άνθρωπος καταθέτει τη δική του οδυνηρή εμπειρία. Κάθε άνθρωπος συνδεόταν και εξαρτιόταν από τον Τρουχίλιο. Χρώσταγε λεφτά, εξουσία, συγγένεια, γάμους, το κορμί του. Και μέσα από το προσωπικό βίωμα κατασκευάζεται ο χάρτης ενός έθνους και μιας ηπείρου. Η επιρροή των Αμερικανών και η θέλησή τους για ένα ελεγχόμενο καθεστώς, το εμπάργκο, η εξουσία της Καθολικής Εκκλησίας, η αγωνία κάθε λατινικού κράτους να γίνει ανεξάρτητο υπό την ανοχή των ΗΠΑ, το λατινικό αιματοκύλισμα μεταξύ των Λατίνων, ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών, η Κούβα του Κάστρο, οι μηχανισμοί εξουσίας και η πολιτική αναμπουμπούλα μετά το θάνατο του Τρουχίλιο ξεδιπλώνονται μπροστά στον αναγνώστη.

Ο Λιόσα αποτυπώνει το συλλογικό δράμα μιας γειτονικής χώρας και απαθανατίζει μια ακόμη λατινική δικτατορία που βύθισε ένα κράτος στη σιωπή. Ένας Περουβιανός που μιλά για τους Δομινικανούς και στήνει εκείνο το μεγάλο ανθρωπογεωγραφικό χάρτη της λογοτεχνίας, φτιαγμένο από μεγάλα γεγονότα και μικρά πρόσωπα -ή τ’ αντίστροφο;- λέγοντας «Σκότωσαν τον Τράγο δομινικανό μερένγκε». Και από εκεί και πέρα;

Για τον αναγνώστη αρκεί, μάλλον, αυτό:

«Δεν έκλεισε μάτι εκείνο το βράδυ, ούτε το επόμενο ούτε το μεθεπόμενο και πιθανότατα στο διάστημα των τεσσερισήμισι μηνών να μη βίωσε ξανά την έννοια του ύπνου- της ξεκούρασης, της λήθης του ίδιου του του εαυτού και των άλλων, τη διάλυση σε μια ανυπαρξία από την οποία επιστρέφει κανείς ξανανιωμένος, με μεγαλύτερη ορμή- παρόλο που πολλές φορές έχασε τις αισθήσεις του και πέρασε ώρες ολόκληρες, μέρες και νύχτες, σε μια αποχαυνωτική παραζάλη, δίχως παραστάσεις, δίχως ιδέες […]. Όλα αναμειγνύονταν και ανακατεύονταν, θαρρείς και ο χρόνος είχε γίνει μια σούπα, ένας σωρός από ετερόκλητα πράγματα όπου το πριν, το τώρα και το μετά δεν είχαν λογική συνέχεια αλλά επαναλαμβάνονταν ασταμάτητα»

– τώρα που κλείνει το βιβλίο.

Σχολιάστε