Το Άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου (1961) – Του ποιητή Τάκη Σινόπουλου

Αποσπάσματα από την ποιητική συλλογή του Τ. Σινόπουλου, Το Άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου (1961).

Το Χρονικό

Άσμα ασμάτων

Ποιά έρχεται; Ποια έρχεται κρατώντας δροσερό

κλωνάρι; Η πολυαγαπημένη μου έρχεται

σε τούτο το μεγάλο σπίτι το σκοτεινό. Έρχεται αυτή

με τα φωνήεντα στ’ όνομα με την αοριστία στα βλέμματα

ανεβαίνοντας την παλιά την πελώρια σκάλα που τρίζει.

Η αγαπημένη τρέμει κι έρχεται. Τα γόνατά της

μέσα στη νύχτα μοιάζουνε με δυό φρέσκα νομίσματα.

Μιλάει κι ακούω ένα μεγάλο σμάρι μέλισσες.

Τίποτα δεν ακούω. Το χέρι της αστράφτει πάνω μου

καθώς το χιόνι στο κλαδί.

Δεν ξέρω τι να κάνω. Μέσα μου σαλεύουν δύσκολες φωνές.

Κάθισε αγαπημένη μου στον ίσκιο της κάμαρας.

Ο αυχένας σου είναι δροσερός σαν το ποτάμι.

Το στόμα σου είναι ένα πουλί.

Ο αυχένας σου είναι η νύχτα

Το στόμα σου είναι ανάμνηση.

Δεν ξέρω ονόματα πουλιών.

Απόψε θα περάσω το χέρι μου γύρω στο ανάστημά σου.

Θα σε κρατήσω με δύναμη όπως τα πλευρά του ποταμιού

κρατάνε το ποτάμι.

Μέσα στη δίψα μου θα κοιμηθείς

όπως η στάμνα που βυθίστηκε στον άμμο.

Αγαπημένη τα φορέματα σου μυρίζουνε

σα δέντρα που γεννήθηκαν στη θάλασσα.

Οι ώμοι σου είναι αυγή της άνοιξης.

Τα στήθη σου είναι καταχνιά. Κοιμήσου αγαπημένη μου.

Τα μάτια σου είναι καταχνιά.

Το στόμα σου φλυαρεί σαν τη φτερούγα ενός εντόμου.

Ω ταραγμένη απ’ τα φιλιά μου σα σπηλιά απ’ τα κύματα

μέσα στον ίσκιο του ύπνου μου κοιμήσου

μέσα στα μάτια μου κοιμήσου που κοιμούνται.

Στα μισά της νύχτας μ’ εξύπνησε η φωνή της νύχτας.

Ένα κορμί ξεριζωμένο έπλεε πάνω στου ύπνου τον αφρό.

Στις δροσερές λακκούβες που γεννιόντανε φυτά.

Το πρόσωπο χανόταν μεταμορφωνόταν.

Πού είσαι αγαπημένη μου παρούσα εδώ κι όμως απούσα

ανύποπτη την πόρτα του θανάτου αγγίζοντας;

Πού είσαι η άσπιλη ολοκάθαρη

γεμάτη χώρες άγνωστες

εσύ αναδυομένη;

Αγαπημένη μου το δέρμα σου είναι ο ποταμός

που φεύγει κάτω από τη θάλασσα.

Οι φλέβες σου είναι δέντρα με καρπούς.

Κρατήσου πάνω μου χλωμή συμφιλιωμένη με το φως.

Θάμαι ένας ουρανός και θάσαι μια σιωπή

στον ουρανό.

Αγαπημένη μου επικίνδυνη

σαν τη γυμνή χλόη

σαν το γυμνό χέρι

ωραία γυναίκα ριζωμένη μέσα μου

ωραία συμπληρωμένη

καταχτημένη τώρα

καταχτημένη.


Η Ιωάννα στην ακροποταμιά

Έτσι, προτού να γεννηθεί η πολυάνεμη μέρα περπάτησε η γυναίκα στον ξενύχτη κάμπο κι έφτασε εκεί όλο δροσερές πέτρες κι ώσπου να σκοτεινιάσει πάλι έμεινε αργά μονάχη γινόταν η ψυχή της τα νερά του ποταμιού σιγανά ασταμάτητα.

Τ’ αχνά της πόδια και τα γόνατα ένας ίσκιος.

Πιο πίσω ασάλευε το δάσος κι από τα σπάραχνα των δέντρων πράσινα φτενός αέρας φέρνοντας παλιές συνέχεια ημέρες θυμόταν πριν απ’ όλα τις αισθήσεις της ακατανόητες και πολύ πικρές κι όμως να τρώει να ξεδιψάει και να κοιμάται.

Ύστερα οι χτεσινές φωνές κι οι στάχτες το παράθυρο της ερημιάς σεντόνια και πουκάμισα στον ήλιο οι αφηρημένες υπηρέτριες σαν κεριά που σβήσανε μες στα δωμάτια των παλιών πραγμάτων.

Συλλογιζόταν.

Και τότες το ποτάμι πέρναγε μες στο κορμί της μ’ όλη τη φύση γύρω και τον ουρανό. Και τα νερά φωτίζανε ισκιερές γωνιές ωραία ευρυχωρία που ξάνοιξε μεμιάς τέλος γινόταν η γυναίκα αυτή στοχαστική κι ευκολοδιάβαστη σα δέντρο ένα άροτρο πιο πέρα ακίνητο στο μέγα μήκος του καλοκαιριού.

Σκιρτούσανε τα μάτια τα ρουθούνια ριπιδίζανε έβγαιναν κύματα από τα πλευρά τα χείλη εδρόσιζαν με το νερό το αθόρυβο κι όπως ο ποταμός ανέβαινε τα δυό βυζιά της τρέμοντας τάχα για να γλιτώσουν από τον πνιγμό ψηλά οι κορφές τους δυό σταλαματιές μελάνι τίποτις άλλο ανάβανε.

Συλλογιζόταν.

Μέρα τη μέρα τ΄ όνειρο το καλοκαίρι ο θάνατος. Σε πέντε χρόνια φαγωθήκανε τα λαμπερά χωράφια γιόμισε χώματα ο βοσκότοπος ένα ξινάρι κάτω απ’ την ελιά στον ήλιο η κόψη του και τώρα αστράφτει.

Μες στο νερό κυλάνε εικόνες η στέγη του νερού και πάνω της το δάσος δέντρα που βασιλεύουνε πολύ μετά το λιόγερμα κι άλλα που τρέφονται από την ανατολή. Κι αυξαίνουν.

Ως την αυγή. Το ξέρω. Κι ώσπου να κλείσει η μέρα το κοχύλι της εγώ αφημένη εδώ άπειρο εγώ νερό ποτάμι.

Συλλογιζόταν.

Κι όπως ανασηκώνονταν τώρα γυμνή μες στο πρωί τώρα περίλαμπρη από φως είδωλο του άλλου κόσμου.

Τα μαύρα απέραντα μαλλιά του ποταμιού το ρεύμα συνοδεύοντας δάση που πλάγιασαν μιά μυστική ζωή ψιθύρων ανεξήγητων.

Τραβούσανε τ’ απέραντα μαλλιά της ως τις εκβολές ταξίδευαν στη θάλασσα ενώ στη θέση των ματιών πιο πριν κοιμόταν τ’ άπειρο δυό γήινα τώρα αστράφτανε κυανά κι απίστευτα τριαντάφυλλα.


Η βροχή

Ήμουν εκεί πιο πέρα από τη λάμπα στο μισό

του κύκλου ακύρωτος περίπου υπάρχων

προσπερασμένος ίσως απ’ το χρόνο ανάμεσα

στο πρόσκαιρο και το παντοτινό.

Δεν ήταν όνειρο

μήτε παραίσθηση σε γήινη κατοικία. Το θόρυβο

τον άκουσα. Θυμάμαι η πόρτα μου άνοιξε με δύναμη

κι όρμησε μέσα ο αέρας από τους αγρούς ανήσυχος

εξάγγελος παράξενα εμπιστευτικός. Στην κάμαρη

ζέστη ανεξήγητη βασίλευε. Και τώρα σα ν’ αρχίνισε

κάπου μακριά να βρέχει μια αυξανόμενη βροχή που ερχόταν

γοργά προς το παράθυρό μου. Ξάφνου σα να ξύπνησα

σα να σηκώθηκα από μια φανταστική αποσύνθεση

και φώναξα τρομάζοντας για την καταστροφή που μάντευα

φώναξα δυνατά ν’ ακούσεις απ’ το κάτω πάτωμα:

Ιωάννα σήκω και πρόφτασε το σπίτι γιόμισε βροχή.

Πάρε τη λάμπα με τα χέρια σου τρέξε κατέβα κάτω.

Δέντρα και χώματα κέρδη και λάφυρα τα παίρνει το νερό

και χάνονται όλα χάνονται.

Και μ’ άκουσες – παράξενο.

Κι αφύλαχτη κατέβηκες δοσμένη του κινδύνου μόνο τα μαλλιά

σε σκέπαζαν. Άκουσα την κραυγή σου όπως εμάκραινες

μέσα στη νύχτα. Η νύχτα σ’ έσυρε. Κι όταν το φως

ένα πελώριο φως από ψηλά πλημμύρισε άξαφνα τη γη

τότε κατέβηκα κι εγώ και πήρα τα χωράφια τρέχοντας.

Κι εκεί στη λάσπη ανάμεσα στα χόρτα αντίκρισα

μαύρο μακρύ κατάμαυρο κάψαλο το κορμί σου

πως ήσουνα πεσμένη μπρούμυτα βογγώντας και φωνάζοντας

ενώ η βροχή συνέχεια στρέφοντας σε στρόβιλο

έπεφτε πάνω σου αδυσώπητη

πυκνή καταρρακτώδης.


Η φωνή και ο χρόνος

Ιωάννα! φώναξαν μέσα στη νύχτα. Ιωάννα!

Ήταν ο Πέτρος εκεί κι ο Γεράσιμος.

Ο Γιάννης ο μακρύς απ’ το ποτάμι.

Ανατρίχιαζε η Ιωάννα φοβόταν

Τη φιλούσαν ο ένας μετά τον άλλο.

Αύριο θάφευγε. Ποιος ξέρει αν ξαναγύριζε.

Οι μέρες πέρασαν τα χρόνια πέρασαν.

Δε σταμάτησε να φυσάει ο αέρας.

Απέξω πάλι φωνάζουν Ιωάννα!

Σα να μπορούσε η φωνή ν’ αναστήσει νεκρούς.


Οι Παραλογισμοί της Ιωάννας

Ο Κωνσταντίνος είναι μια πόρτα.
Είναι ένα πρόσωπο πίσω απ’ την πόρτα.
Είναι μια πόρτα που κλείνει ξαφνικά και σου τσακίζει τα δάχτυλα.
Ο Κωνσταντίνος είναι μια κάμαρα.
Κραυγή κινδύνου σε μιαν άδεια κάμαρα.
Είναι ένα σπίτι σκυθρωπό πού μέσα του καπνίζουν ανεξερεύνητες θρησκείες αιμάτων.
Ο Κωνσταντίνος είναι το αύριο το αύριο το αύριο. (Το αύριο επαναλαμβανόμενο άπειρες φορές).
Ο Κωνσταντίνος χάνεται άμα τον κοιτάξεις κατάματα.
Ο Κωνσταντίνος φανερώνεται άμα τον ονειρευτείς.
Χτυπιέται με τη νύχτα πέφτει απάνω της τυφλός από θυμό κι έτσι γεμίζει με πληγές που συνεχώς αφορμίζουν.
Βασανίζεται με τα πρόσωπα η αοριστία τον δυναστεύει ψηλαφά το κορμί μου το φως του προσώπου μου και τον τσακίζουν ασταμάτητοι λυγμοί.
Ο Κωνσταντίνος είναι ο ήλιος που καθορίζει τον ίσκιο του χορταριού με τη συνεχή κίνησή του.
Ο Κωνσταντίνος είναι ένα κλειστό δάσος σχέδιο χαλιού με βλάστηση αποπνιχτική.
Ο Κωνσταντίνος είναι ο αγώνας με τις κάμαρες και τα πουλιά.
Μιλάει συνεχώς για ένα ποτάμι που θα πλύνει το κορμί του από τα χώματα και τις βρωμιές της γης.
Συνέρχεται από τις αιτίες που ερεθίζουν το αίμα του κι ύστερα κοιμάται.
Ο Κωνσταντίνος έχει πολλές ακαθαρσίες μέσα στη φανταστική του ζωή.
Ο Κωνσταντίνος είναι ένα αμφισβητούμενο γεγονός.
Είναι ένας μισοφαγωμένος κήπος.
Είναι μια σκούρα καταθλιπτική μέρα που ο άνεμος φέρνει σκόνη στα τζάμια.
Φοράει αυτό το χειμωνιάτικο σακάκι και θαρρεί πως συνεχώς μεταμορφώνεται.
Πίσω απ’ το πρόσωπο του Κωνσταντίνου σαλεύει ο άλλος Κωνσταντίνος.
Που καίγεται τις νύχτες σε μια παραφορά φριχτότερη απ’ τα λόγια του.
Οι αυστηροί θεοί τον ακούνε και σκοτεινιάζουν.
Το ξαναλέω ο Κωνσταντίνος είναι ένα σπίτι.
Ένα σπίτι γιομάτο επινοήσεις που χύνονται και σου ξεσκίζουν το κορμί με τα νύχια τους.
Ο Κωνσταντίνος μεταμελείται για πράξεις που ποτέ δεν έγιναν.
Μπερδεύει εκείνο που έκαμε με κείνο που λογάριαζε να κάμει.
Έχτισε πελώρια οικοδομήματα και τα κρατούσε απελπισμένος με τα χέρια του
ώσπου γκρεμίστηκαν και μας τσάκισαν.
Ο Κωνσταντίνος είναι υπεύθυνος για ό,τι συνέβη μέσα μας.
Θρυμματίζεται σ’ ατελείωτες παρακρούσεις φωνάζοντας το πρόσωπό μου σκοτεινή χαράδρα του φεγγαριού. (Το πρόσωπό μου εμένα είναι ίδιο φως).
Ο Κωνσταντίνος είναι τρομαχτικός όταν γδύνεται μια μια τις φλούδες του.
Δεν ξέρω πώς να γαληνέψω τον Κωνσταντίνο.
Ώρες ώρες τον παραστέκει η τρέλα και τα σπλάχνα του φωτίζονται από μέσα σαν να καίει εκεί μια ριζωμένη λάμπα.

Αυτός είναι ο Κωνσταντίνος.


Μία νύχτα του Κωνσταντίνου

Ὁλονυχτὶς τὸ πλευρό μου ἔμπαζε ἀέρα.Ὅπως ἤμουν σκεπασμένος κρύωνα. Σηκώ-
θηκα λοιπὸν κι ἔφραξα τὴν τρύπα μ’ ἕνα παλιὸ πουκάμισο γιὰ νὰ ἡσυχάσω.
Ξανακοι-
μήθηκα κι εἶδα ὄνειρα. Εἶχαν πεθάνει οἱ ἄνθρωποι καὶ ζοῦσαν μόνο τὰ πουλιά. Σκόρ-
τσοι νυχτοπιπίνια ὀλέμινθοι μηλένιες καὶ σπαρτάφιλοι. Ἤμουν κι ἐγὼ νεκρὸς ἀλλὰ
κρα­τοῦσα τὶς αἰσθήσεις μου. Τὰ ροῦχα μου τώρα μὲ στένευαν καὶ τὰ φτερά μου ὅπως
ἐφύσαγε φεύγανε μακριὰ ἀπὸ μένα σὰν τὰ παιδιὰ ποὺ παίξανε καὶ πάλεψαν στὰ
χώμα­τα κι ὕστερα χάθηκαν σιγὰ σιγὰ γυμνὰ κι ἀμίλητα μέσα στὸν ἥλιο.


Τα τετράδια της Ιωάννας

Συ μόνος υπάρχων.

Συ μόνος απών.

Απόψε ο δαίμονας θα κάψει τα φτερά του αρχάγγελου. Κι εγώ γυμνή γυρεύοντας από τη νύχτα ένα παιδί ένα παιδί οπωσδήποτε έστω κι αν είναι κάτασπρο ξερό σαν κιμωλία.

Εκείνο που με παραδίνει ανυπεράσπιστη στον Κωνσταντίνο είναι ένα παρελθόν γεμάτο μ’ αίματα και μύθους.

Τις Κυριακές η μάνα του μ’ ένα άσπρο φόρεμα σαν τα δημόσια δέντρα ασβεστωμένα ως το λαιμό.

Πένθιμε σύντροφέ μου αιχμάλωτε της δίψας μου. Βύθισε ακόμη μιά φορά την ανεξάντλητη παρθενιά σου μέσα στο βαθύ στημόνι του έρωτα. Εκεί θα βρεις απόψε έναν καινούργιο κόμπο από χρησμούς.

Τα πόδια μου είναι στο ποτάμι ακόμα.

Πέτρες της μοναξιάς μου νύχτες κάτασπρες ελάχιστες του βίου προνομιούχες.

Όσο μιλούσε για το γείτονα το μούτρο του ήτανε φριχτό σαν απανθρακωμένη κάμαρα. Η νύχτα έπεσε μονομιάς μες στο γυαλί της λάμπας.

Χόρευα πάντα χόρευα. Κι ήμουν ολότελα γυμνή σα μια σταγόνα φωτιάς. Εκείνος έκλαιγε βουτηγμένος στο μελάνι.

Άσε λοιπόν τα χέρια σου να κοιμηθούνε μες στα χέρια μου πως κοιμάται η πείνα μέσα στο ψωμί την ώρα τούτη που με κατακλύζουνε αναρίθμητες εικόνες λησμονιάς.

Έπεφτε μές στον ύπνο σα νεκρός. Εγώ αγρυπνώντας ήμουν το φέρετρό του.

Άντρα μου τα λουλούδια σου τα φύλαξα στη σκοτεινιά τα πότισα αίμα. Θεριέψανε παράξενα φαρμάκωσαν το σπίτι και τις κάμαρες και τώρα μοιάζουν με το θάνατο που ακούγεται παντού όπως το απομεσήμερο στο τζάμι η καλοταγισμένη μύγα.

Όσο κρατάει το φως μόλις προφταίνουμε να κοιταχτούμε. Ύστερα η νύχτα σκηνοθετεί αληθινούς βιασμούς.

Πρέπει να ξεφλουδίσω τις αισθήσεις μου προτού η φωτιά σπαράξει φλούδες και πυρήνες.

Δε λέω για τα συνηθισμένα φονικά. Μιλάω για κείνα που στεριώνουν μέσα μας με τον καιρό και κρατάνε την ψυχή σαν κίονες.

Ένας ήλιος που πέφτει απάνω στο μυαλό την ώρα που σκέφτεται απανθρακώνει και το μυαλό και τη σκέψη.

Αν θα μπορέσεις να γίνεις γέφυρα ανάμεσα στη μοναξιά μου και τη νύχτα μου θα βάλω ένα λουλούδι ολόδροσο μες στον κομμένο σου λαιμό.

Πρέπει να βγάλω το χέρι πουναι μαγκωμένο στην πόρτα. Πρέπει να το βγάλω οπωσδήποτε κι αν ακόμη σπάσουνε τα δάχτυλά μου.

Πρέπει να φύγω.

Συ μόνος υπάρχων. Συ μόνος απών.

Ιδού εγώ που μαινόμενη στρέφομαι εναντίον του θανάτου με το θάνατο παλεύοντας τώρα που θα ηττηθώ.


Το σπασμένο κόκαλο

Ἐκεῖνο ποὺ ἐλπίζω νὰ ἐννοήσετε ἀπὸ μένα δὲν εἶναι ἡ ἐξιστόρηση τοῦ γεγονότος. Μὲ νοιάζει πιὸ πολὺ ἡ οὐσία ἡ ἰδιαίτερη ποὺ κρύβεται στὸ γεγονὸς ἀνάμεσα ὅπως τὸ ἁλάτι στὸ νερὸ τῆς θάλασσας ἢ μέσα στὶς οἰκοδομὲς τὸ φῶς. Τὴν ὥρα ἐκείνη φυσικὰ φῶς δὲν ὑπῆρχε. Περπατούσαμε. Κι ἡ μάνα ἦταν σχεδὸν τυφλή. Πάντα παραπονιόταν πὼς δὲν ἔβλεπε τὴ νύχτα. Τῆς χρησίμευαν ἔτσι πολὺ συχνὰ τὰ μάτια μου συχνὰ κρατιόταν πάνω μου γιὰ νἄχει σιγουριὰ στὸ βάδισμα. Ὅμως τὸ βράδυ ἐκεῖνο ποὺ γυρίζα­με κρατιότανε πάρα πολὺ περισσότερο ἴσως ἀπ’ τὴν ἄφωνη σύμβαση τῶν σωμάτων μας. Μὲ κούραζε. Τότε τὴν ἔσπρωξα! Ὅμως τὴν ἔσπρωξα; Ἴσως χαλάρωσα κάπως ἀπότομα τὸ χέρι μου ἀπ’ τὸ σφίξιμο. Ἴσως τὸ χέρι της ἐγύρεψε νὰ στηριχτεῖ πιὸ στέ­ρεα κάπου ἀλλοῦ. Ἴσως τὴν ἄφησα χωρὶς κανένα στήριγμα. Δὲν ξέρω ἂν ἔφταιξε μο­νάχα αὐτό. Ἴσως ἀπαίτηση τῆς νύχτας ἦταν νὰ ξεφύγω ἀπὸ τὰ χνῶτα της ποὺ ἐρχόντανε πάνω στὰ μοῦτρα μου. Ἤμουν γεμάτη ἀπὸ συμπάθεια γιὰ τὴ μάνα τὸ τονί­ζω αὐτό. Μὰ τὸ κορμὶ της εἶχε τὴν ἰδιαίτερη ὀσμὴ τῶν παλιῶν γυναικῶν μὲ τ’ ἀκί­νητα κύτταρα ποὺ βασανίζονται ἀπὸ ἀόριστες παθήσεις. Ἴσως αὐτὰ ποὺ ἀνιστορῶ νἆναι γεννήματα ἑνὸς μυαλοῦ ποὺ βρίσκεται σὲ ταραχὴ καὶ νὰ μὴν ἀληθεύει τίποτα. Μονά­χα νὰ τὴν ἔσπρωξα. Ὅπως ξυπνᾶς ἕνα πρωὶ καὶ σ’ ἐνοχλεῖ ἡ γαλήνη γύρω σου κά­νεις μιὰ κίνηση θέλω νὰ εἰπῶ καὶ δὲ φαντάζεσαι πὼς κάποιος πέφτει ἀπὸ τὸ τρίτο πάτωμα. Ὕστερα ἀκούγεται ἡ κραυγή. Τὸ ξέρω δὲν τὴν ἔσπρωξα. Τουλάχιστο δὲν ἔβαλα τὴ δύναμή μου ἀντίμαχη μὲ τὴ δι­κή της δύναμη. Ἴσως τὸ χέρι μου κουράστηκε. Ὅμως δὲν ἄφησα πάρα πολὺ τὸ σῶ­μα της νὰ φύγει ἀπὸ τὸ στήριγμα. Μπορεῖ καὶ νἄτανε δική της θέληση νὰ κρατηθεῖ πιὸ λίγο ἀπ’ ὅ,τι ἐγὼ λογάριασα. Μὰ κοίταξε. Ὁ λάκκος πρόσμενε. Κι ἡ πέτρα κά­τω κοφτερή. Δὲν πρόσεξα. Νόμιζα ἐξαφορμῆς ἡ νύχτα πὼς συνεχιζόταν τὸ χορτάρι. Κι ἔτσι συνέβηκε τὸ γεγονός. Τὸ πέσιμο ἦταν σιγανό. Σχεδὸν δὲν ἦταν πέσιμο. Ὅμως τὰ κόκαλα ἀπὸ φύση τους εἶναι ξερά. Κι ἡ πέτρα ἐχτρεύεται τὸ κόκαλο ποὺ μέ­σα στὴ ζεστὴ φωλιὰ τοῦ σώματος ξέχασε τὴν καταγωγή του. Ἴσως ἐκείνη τὴ στιγ­μὴ σκεφτόμουν ἄλλα. Ἴσως ἦταν μία νόμιμη ἄμυνα μπροστὰ σὲ τούτη τὴν ὀσμὴ τό­σο φριχτὴ καμιὰ φορὰ τοῦ ἀνθρώπινου ἵδρωτα. Μὰ τὴ φωνὴ τὴν ἄκουσα. Κι ἀπόρη­σα. Δὲν ἤξερα πόσο εἶναι τὸ κορμί μας ψεύτικο σὰ θὰ γεράσει. Πόνεσα. Κι αὐτὸ εἶναι σίγουρο. Ἡ κραυγὴ τῆς μάνας μ’ ἔσφαξε. Καὶ μόνο ὅταν τὴν ἄδραξα γοργὰ νὰ τὴ ση­κώσω τότε τὸ εἶδα πὼς τὸ κόκαλο τσακίστηκε στὰ δυό. Στὸ σπίτι ὁ Κωνσταντῖνος εἶπε μόνο μάνα τρέχοντας. Μὰ σίγουρα κατάλαβε λιγότερα ἀπ’ τὴ μάνα του.

Αὐτὴ εἶχε πιὰ γευτεῖ τὴ γοητεία ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ πέρασμα.

Σχολιάστε